Ο Δημήτρης Λιαντίνης (23 Ιουλίου 1942 - 1998)
ήταν Έλληνας πανεπιστημιακός, φιλόσοφος και συγγραφέας. Στο ευρύ κοινό
έγινε γνωστός το 1998, οπότε και η υπόθεση της εξαφάνισής του απασχόλησε
την κοινή γνώμη. Τελικά η σορός του βρέθηκε το 2005 σε μία σπηλιά κοντά
στην κορυφή του Ταϋγέτου...
Γεννήθηκε στις 23 Ιουλίου του 1942. Το επώνυμό του ήταν Νικολακάκος, το οποίο άλλαξε για να τιμήσει την ιδιαίτερη πατρίδα του, το χωριό Λιαντίνα της Λακωνίας.....
Τελείωσε το εξατάξιο γυμνάσιο της Σπάρτης. Το 1966 αποφοίτησε από το
Τμήμα Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών. Από το 1968 μέχρι το
1970 υπηρέτησε ως φιλόλογος στη Μέση Εκπαίδευση στους Μολάους Λακωνίας. Τον Οκτώβριο του 1970 μετέβη στο Μόναχο, όπου παρέμεινε μέχρι το 1972 και σπούδασε τη γερμανική γλώσσα,
διδάσκοντας συγχρόνως ως φιλόλογος στο ιδιωτικό ελληνικό σχολείο της
Otto Gesellschaft του Μονάχου. Από το 1973 μέχρι το 1975 υπηρέτησε εκ
νέου στη Μέση Εκπαίδευση στις Θεσπιές Βοιωτίας.
Το 1975 διορίστηκε βοηθός στο Εργαστήριο Παιδαγωγικής του Πανεπιστημίου
Αθηνών. Το 1978 έγινε Διδάκτωρ με βαθμό «άριστα» και θέμα της
διδακτορικής διατριβής: «Η παρουσία του ελληνικού πνεύματος στις
ελεγείες του Duino του Ράινερ Μαρία Ρίλκε».
Υπήρξε από το 1975 μέχρι το 1998 βοηθός, επιμελητής, λέκτορας,
επίκουρος καθηγητής και αναπληρωτής καθηγητής της Φιλοσοφίας της Aγωγής
και της Διδακτικής των ελληνικών μαθημάτων στον Τομέα Παιδαγωγικής του
Τμήματος Φ.Π.Ψ. του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1978-79 με εκπαιδευτική
άδεια παρακολούθησε στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης φιλοσοφία και συγχρόνως δίδασκε σε εντεταγμένο ελληνικό σχολείο στο Λουντβισχάφεν.
Εκτός του Πανεπιστημίου στην Ελλάδα δίδαξε στο Μαράσλειο Διδασκαλείο
στη Μετεκπαίδευση των δασκάλων, σε διάφορα ΠΕΚ και στη Σχολή της
Αστυνομίας.
Ήταν συγγραφέας εννέα βιβλίων με φιλοσοφικό και παιδαγωγικό περιεχόμενο. Επίσης απέδωσε στην ελληνική το «Ίδε ο Άνθρωπος» του Νίτσε....
Τρίτη 23 Ιουλίου 2013
Κυριακή 14 Ιουλίου 2013
ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ..ο Σαμοσατεύς
Ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (περίπου 120 μ.Χ. - μεταξύ 180 και 192 μ.Χ.) ήταν εξελληνισμένος Σύρος ρητοροδιδάσκαλος και σατιρικός συγγραφέας, ο δημιουργός του σατιρικού διαλόγου και από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς της Δεύτερης σοφιστικής.
Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον άνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο σπίτι των γονέων του.
Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα (στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας,, της Ιταλίας και της Γαλατίας.
Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. Θαύμαζε τη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους χαρακτήρες πολλών διαλόγων του. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωϊκούς, ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες ύφος τους και τον δογματισμό τους.
Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στο διάλογό του Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη ψυχολογία του "οπαδού" μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης.
Το 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό, πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό.
Καλλιέργησε σχέσεις με ισχυρούς ανθρώπους και γύρω στο 171 μ.Χ. ο Λουκιανός έφυγε από την Αθήνα, για να αναλάβει μια αξιόλογη και καλά αμειβόμενη θέση στον δικαστικό κλάδο της αυτοκρατορικής διοίκησης της Αιγύπτου, με προοπτικές για προαγωγή σε ανώτερες διοικητικές θέσεις. Πάντως οι ελπίδες του Λουκιανού για σταδιοδρομία στη δημόσια διοίκηση δεν επαληθεύτηκαν, καθώς η θητεία του επάρχου C. Calvisius Statianus, που τον είχε καλέσει στη θέση αυτή τερματίστηκε απότομα με την αποτυχία της επανάστασης του C. Avidus Cassius (στην οποία συμμετείχε και ο έπαρχος) το καλοκαιρι του 175 μ.Χ. οπότε ο Λουκιανός θα πρέπει τότε να επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.
Η τελευταία χρονολογική ένδειξη για τη ζωή του είναι το έτος 180 μ.Χ., κατά το οποίο πέθανε ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, γεγονός που υποδηλώνεται στον Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις. Ο θάνατός του Λουκιανού θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κομμόδου (180-192 μ.Χ
Πηγή..http://el.wikipedia.org
Γεννήθηκε στα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον άνω Ευφράτη της Συρίας, γύρω στο 120 μ.Χ. Εκεί έλαβε τη στοιχειώδη εκπαίδευση και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Επειδή είχε δείξει από μικρός κάποιο ταλέντο στην τέχνη, οι γονείς του τον έστειλαν μαθητευόμενο σε κάποιο θείο του γλύπτη. Η μαθητεία του δεν κράτησε πολύ· ο νεαρός Λουκιανός έσπασε από αδεξιότητα μια πλάκα και ο θείος του τον επέπληξε αυστηρά. Έτσι, εγκατέλειψε το εργαστήρι του θείου του και επέστρεψε στο σπίτι των γονέων του.
Η έντονη φιλομάθειά του τον έκανε να στραφεί στα γράμματα (στο έργο του Περὶ τοῦ ἐνυπνίου αφηγείται πώς ενισχύθηκε αυτή του η απόφαση μετά από όνειρο που είδε τη νύχτα της επιστροφής του στο σπίτι). Αφού μελέτησε τα ελληνικά, ξεκίνησε να μάθει τη ρητορική τέχνη στις ρητορικές σχολές της Ιωνίας. Στην Αντιόχεια άσκησε τη δικανική ρητορεία, που θεωρούνταν το κατώτερο είδος ρητορικής. Στη Σμύρνη σπούδασε τη σοφιστική (ή επιδεικτική) ρητορική, κυρίως ως μέσον προσπορισμού χρημάτων. Κατόπιν άρχισε να ταξιδεύει, επιδεικνύοντας τις ρητορικές του ικανότητες, σε διάφορες πόλεις της Μικράς Ασίας, της Ελλάδας,, της Ιταλίας και της Γαλατίας.
Ωστόσο, δεν έμενε ικανοποιημένος με τη ρητορική, και τελικά απογοητεύτηκε, θεωρώντας την ρηχή. Σε ηλικία 40 ετών, παράτησε την τέχνη του σοφιστή και στράφηκε στη φιλοσοφία. Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του Πλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, τον οποίον εθαύμαζε. Πνεύμα κατεξοχήν ανήσυχο, εντρύφησε σχεδόν σε όλες τις φιλοσοφικές σχολές, αλλά τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων και των Κυνικών ήταν που προσέλκυσαν κυρίως τη συμπάθειά του. Θαύμαζε τη στάση ζωής των κυνικών φιλοσόφων, πράγμα που αντανακλάται στους χαρακτήρες πολλών διαλόγων του. Αντίθετα, αντιπαθούσε σφόδρα τους Στωϊκούς, ίσως για την πασίγνωστη τάση τους να ανακατεύονται στην πολιτική, το πομπώδες ύφος τους και τον δογματισμό τους.
Γενικά, ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα. Στο διάλογό του Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων, καυτηριάζει τον δογματικό τρόπο σκέψης και την όλη ψυχολογία του "οπαδού" μιας σχολής, ενός ρεύματος ή μιας πίστης.
Το 165 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, την "πρωτεύουσα του πνεύματος" της εποχής εκείνης. Εκεί ανέπτυξε τον ιδιαίτερο τρόπο γραφής του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό και απέριττο διάλογο και τη χαριτολογία. Τα έργα του έχουν ένα κωμικό, πειρακτικό ύφος, που είναι το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του γνώρισμα. Συχνά όμως, ιδιαίτερα προς το τέλος της ζωής του, ο λόγος του γεμίζει με πικρία και σαρκασμό.
Καλλιέργησε σχέσεις με ισχυρούς ανθρώπους και γύρω στο 171 μ.Χ. ο Λουκιανός έφυγε από την Αθήνα, για να αναλάβει μια αξιόλογη και καλά αμειβόμενη θέση στον δικαστικό κλάδο της αυτοκρατορικής διοίκησης της Αιγύπτου, με προοπτικές για προαγωγή σε ανώτερες διοικητικές θέσεις. Πάντως οι ελπίδες του Λουκιανού για σταδιοδρομία στη δημόσια διοίκηση δεν επαληθεύτηκαν, καθώς η θητεία του επάρχου C. Calvisius Statianus, που τον είχε καλέσει στη θέση αυτή τερματίστηκε απότομα με την αποτυχία της επανάστασης του C. Avidus Cassius (στην οποία συμμετείχε και ο έπαρχος) το καλοκαιρι του 175 μ.Χ. οπότε ο Λουκιανός θα πρέπει τότε να επέστρεψε και πάλι στην Αθήνα.
Η τελευταία χρονολογική ένδειξη για τη ζωή του είναι το έτος 180 μ.Χ., κατά το οποίο πέθανε ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος, γεγονός που υποδηλώνεται στον Αλέξανδρος ή Ψευδόμαντις. Ο θάνατός του Λουκιανού θα πρέπει να τοποθετηθεί λίγα χρόνια αργότερα, κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κομμόδου (180-192 μ.Χ
Πηγή..http://el.wikipedia.org
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)